originar - ορισμός. Τι είναι το originar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι originar - ορισμός


Originar      
v. t.
Dar origem a.
Determinar, causar.
Predispor.
(Do lat. "origo")
originar      
(lat origine+ar2) vtd
1 Dar origem ou princípio a; ser causa de: ''Não originaram idênticas tentativas'' (Euclides da Cunha). vpr
2 Ter origem; derivar-se, ser proveniente: Disto se origina o seu desassossego.
originado      
adj. (-1665 cf. AcSing)
1 que é natural de (determinado lugar); que pertence a; nascido em
um político, o. da mesma cidade, expôs os problemas da região
2 gerado por (algo ou alguém)
embora o. do primeiro pangaré que comprou, tratava-se de cavalo orgulhoso e valente
3 p.ext. causado por
um vírus perigosíssimo, o. de pesquisas laboratoriais
4 p.ext. produzido a partir de (um modelo); copiado
um rótulo o. daquele que identifica uma das melhores cachaças
5 fig. que é efeito natural de; conseqüente de; advindo, procedente, resultante
amadurecimento o. de muito sofrer
6 que se criou; elaborado mentalmente; fantasiado, inventado
uma agitação o. para desviar a atenção do homenageado
-etim part. de originar ; ver ori- ; f.hist. 1665 originar , 1836 originado